- δηγμός
- δηγμός, ο (Α) [δάκνω]1. το δήγμα, το δάγκωμα2. έντονος, δυνατός πόνος («ἐν τῆ κοιλίᾳ δηγμὸν ποιεῑ καὶ δυσεντερίαν», Θεόφρ.)3. πνευματική θλίψη, ψυχικό πλήγμα («ὁ γὰρ ἐκ τῶν τοιούτων ἀναλογισμῶν δηγμὸς αἱμάσσει τὴν μνήμην», Πλούτ.)4. (για τον λόγο) ο δηκτικός λόγος, το πείραγμα («ὁ δὲ παρρησίαν καἰ δηγμὀν ἀνθρώπῳ δυστυχοῡντι προσάγων», Πλούτ.)5. στον πληθ. δηκτικά μέσα ή καυστικά φάρμακα.
Dictionary of Greek. 2013.